-
1 укладываться
1. (упаковываться) συσκευάζομαι 2. (сделать что-л. в определённых пределах, ограничиться чем-л.) τηρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > укладываться
-
2 уложить
уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξαπλώνω•раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•
уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•
мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.
|| ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.2. σκοτώνω•уложить на месте αφήνω στον τόπο.
3. τοποθετώ, διευθετώ•уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.
4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).
5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.
|| μτφ. εκτελώ, κάνω•уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.
6. καλύπτω, στρώνω•уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.
εκφρ.уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.
|| μτφ. χωρώ, μπαίνω•уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•
уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.